Λέξη: βότσαλο

Σχετικές λέξεις: βότσαλο

βότσαλο αστυπάλαια, βότσαλο γαλαξίδι, βότσαλο μετάφραση, βότσαλο σπέτσες, βότσαλο λευκό, βότσαλο θεσσαλονίκη, βότσαλο κήπου, βότσαλο ποταμίσιο, βότσαλο πλάι στον αφρό, βότσαλο restaurant

Συνώνυμα: βότσαλο

κροκάλα, λίθος λιθοστρώματος, χαλίκι, πετραδάκι, πετράδι, πέταυρο, λεπτή σανίδα, πλαξ στέγης, χαλίκια παραλίας

Μεταφράσεις: βότσαλο

βότσαλο στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
shingle, pebble, pebbles, pebbly, pebbly beach

βότσαλο στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
guijarro, guijarros, gravilla, de guijarros, de gravilla

βότσαλο στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
schindel, bubikopf, kies, Kiesel, Kieselstein, Kies

βότσαλο στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
gravier, aisseau, bardeau, galets, caillou, de galets, petits graviers, les petits graviers

βότσαλο στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
sassolino, ciottolo, ghiaia, di ghiaia, ciottoli

βότσαλο στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
reluzir, telha, brilhar, resplandecer, seixo, calhau, pebble, seixos, de cascalho

βότσαλο στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
dakplankje, kiezel, kiezelsteen, pebble, kiezelstrand, steentje

βότσαλο στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
галечник, галька, гонт, тонтина, дранка, вывеска, галечный, галечные, камешек, гальки

βότσαλο στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
småstein, pebble, rullestein, stein

βότσαλο στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
småsten, sten, pebble, kiselsten

βότσαλο στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
päre, paanu, kivi, pebble, pikkukiviranta, pikkukivi, pikkukivirannan

βότσαλο στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
rullesten, sten, småsten, pebble, grus

βότσαλο στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
štěrk, šindel, oblázek, oblázková, oblázkové, oblázky, pebbly

βότσαλο στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
garsonka, kamyk, żwir, gont, otoczak, żwirowa, żwirkowa

βότσαλο στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
névtábla, bubifrizura, kavics, kavicsos, apró kavicsos, apró kavics, aprókavicsos

βότσαλο στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
çakıl, çakıl taşlı, çakıllı, çakıl taşı, pebble

βότσαλο στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
крити, дранка, вивіска, ґонт, галька

βότσαλο στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
guralec, guralecë, me guralecë, suva e ashpër, guriçkë

βότσαλο στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
камъче, чакълест, камъчета, каменист

βότσαλο στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
галька

βότσαλο στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
sindel, katuselaast, munakas, veerkivi, pebble, kruusakivi, Kivi

βότσαλο στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
pločica, šindra, šljunak, šljunčana, šljunkovita, šljunčane, šljunćana

βότσαλο στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Pebble, steinvala

βότσαλο στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
akmenukas, žvirgždas, gargždas, kalnų krištolas, lęšis

βότσαλο στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
olis, oļi, oļu, kalnu kristāls, nobērt ar oļiem

βότσαλο στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
сончана, камче, песочна, чакал, песочни

βότσαλο στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
cristal de stâncă, prundiș, prundis, de prundis, pietriș

βότσαλο στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
peščena, prodnata, prod, prodnate, prodasta

βότσαλο στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
oblázek, kamienok, okruhliak, obláčik
Τυχαίες λέξεις