Λέξη: άσθμα
Σχετικές λέξεις: άσθμα
άσθμα συμπτώματα, άσθμα αντιμετώπιση, άσθμα και άσκηση, άσθμα και κάπνισμα, άσθμα βότανα, άσθμα αλλεργικό, άσθμα θεραπεία, άσθμα μετά από σωματική άσκηση, άσθμα παιδικό, άσθμα και εγκυμοσύνη
Συνώνυμα: άσθμα
δύσκολος αναπνοή
Μεταφράσεις: άσθμα
άσθμα στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
asthma
άσθμα στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
asma, el asma, de asma, del asma
άσθμα στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
asthma, Asthma, von Asthma, Asthmas
άσθμα στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
asthme, l'asthme, d'asthme, de l'asthme
άσθμα στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
asma, l'asma, dell'asma, di asma, d'asma
άσθμα στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
asma, a asma, da asma, de asma, asthma
άσθμα στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
aamborstigheid, astma, van astma, asthma
άσθμα στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
удушье, астма, астмы, астму, астмой, астме
άσθμα στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
astma, av astma
άσθμα στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
astma, av astma
άσθμα στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
astma, astman, astmaa, astmaan, astmasta
άσθμα στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
astma, asthma, af astma
άσθμα στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
astma, záducha, astmatu, astmatem, asthma
άσθμα στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
dychawica, dusznica, astma, astmy, astmę, astmą, astmie
άσθμα στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
asztma, asztmás, az asztma, asztmában, asthma
άσθμα στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
astım, astımı, astma, astımın
άσθμα στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
астма
άσθμα στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
astmë, astma, astmës, azma, të astmës
άσθμα στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
астма, астмата, на астма, на астмата
άσθμα στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
астма
άσθμα στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
astma, astmat, astmaga
άσθμα στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
astma, astme, astmu, je astma, za astmu
άσθμα στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
astma, astmi, asma, asmi, á astma
άσθμα στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
astma, astmos, astmą, astmai, bronchų astma
άσθμα στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
astma, astmas, astmu
άσθμα στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
астма, астмата, на астма, на астмата
άσθμα στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
astm, astmul, astmului, astm bronsic, de astm
άσθμα στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
astma, astme, astmo, astmi
άσθμα στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
astma, astmu, astmy, astme, astmou
Στατιστικά δημοτικότητας: άσθμα
Τυχαίες λέξεις