Придворні στα ελληνικά
Μετάφραση: придворні, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανάκτορο, παλάτι, μέγαρο, δικαστήριο, γήπεδο, Δικαστηρίου, δικαστικών, δικαστική
Μεταφράσεις
- богохульства στα ελληνικά - βλασφημία, βλασφημίας, τη βλασφημία, περί βλασφημίας, της βλασφημίας
- втільте στα ελληνικά - ενσαρκώνω, εκφράζω, συσσωματώνω, ενσωματώνω, ενσαρκώνουν, ενσωματώνουν, ενσαρκώσει, ...
- лисячий στα ελληνικά - γύπας, παμπόνηρος, κατεργάρης, Foxy, το Foxy, πανούργη
- мариться στα ελληνικά - marytsya
Τυχαίες λέξεις
Придворні στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανάκτορο, παλάτι, μέγαρο, δικαστήριο, γήπεδο, Δικαστηρίου, δικαστικών, δικαστική
Μεταφράσεις: ανάκτορο, παλάτι, μέγαρο, δικαστήριο, γήπεδο, Δικαστηρίου, δικαστικών, δικαστική