Примкнення στα ελληνικά
Μετάφραση: примкнення, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διπλανός, prymknennya
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- зняти στα ελληνικά - αποσύρω, αποσύρει, ανακαλέσει, αποσύρουν, ανακαλούν
- кволий στα ελληνικά - κουτάβι, ανίσχυρος, αδύναμος, ατονώ, ασθενικός, φιλάσθενος, ασθενικά, ...
- лежиться στα ελληνικά - lezhytsya
- метушливий στα ελληνικά - μικροπρεπής, γκρινιάρης, ιδιότροπο, ιδιότροπος, ιδιότροποι, ιδιότροπα
Τυχαίες λέξεις
Примкнення στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διπλανός, prymknennya
Μεταφράσεις: διπλανός, prymknennya