Λέξη: ταράσσομαι

Συνώνυμα: ταράσσομαι

σαλεύω, ταράσσω, ανακινώ, εξεγείρω, δειλιώ, περιίπταμαι, φτερουγίζω, πτερυγίζω

Μεταφράσεις: ταράσσομαι

ταράσσομαι στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
fret, wince, flutter, stir

ταράσσομαι στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
mueca de dolor, mueca, respingo, WinCE, la mueca de dolor

ταράσσομαι στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
ärger, zusammenzucken, wince, zucken, zusammenzuckte

ταράσσομαι στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
inquiéter, vexer, énerver, mordre, agacement, agacer, irritation, s'agiter, emmerder, manger, tracasser, ronger, asticoter, horripiler, grimacer, grimace, WinCE, tressaillement, tressaillir

ταράσσομαι στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
trasalire, sussultare, WinCE, di WinCE, sussulto

ταράσσομαι στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
fresco, desafinar, afligir, estremecimento, WinCE, estremecer, do WinCE, careta

ταράσσομαι στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
huiveren, huivering, wince, ineenkrimpen

ταράσσομαι στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
мучение, размывать, брожение, разъедание, беспокоить, раздражение, мучить, подтачивать, волнение, разъедать, досада, вздрогнуть, WinCE, Вздрагивание, поморщиться, покоробило

ταράσσομαι στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
irritere, gnage, wince, krympe, smertefulle, krympe seg, rykke

ταράσσομαι στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
rygga, WinCE, rygga tillbaka, ryckning

ταράσσομαι στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kalvaa, jäytää, kaivertaa, harmitella, hieroutua, säpsähtää, WinCE, hätkähtää, säpsähdys

ταράσσομαι στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
WinCE, krympe, krympe sig, smertetrækning

ταράσσομαι στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
rozčilovat, hlodat, rozežírat, trápit, prožrat, podráždění, sužovat, leptat, dopalovat, uskočit, ucuknout, WinCE, škubl, cuknutí

ταράσσομαι στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
denerwować, drażnić, rozdrażnienie, ścierać, gryźć, podgryzać, wygryzać, drgnąć, drgnienie, skrzywić się, grymas twarzy, wince

ταράσσομαι στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
izgatottság, összerezzen, WinCE, a WinCE, rezzenést

ταράσσομαι στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ürkmek, çekinme, WinCE, ürkme

ταράσσομαι στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
розмивати, шумування, збентеження, мучення, здригнутися, здригнутись, здригнувся

ταράσσομαι στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
zmbrapsje, zmbrapsem, stepje, drithërim, dridhem

ταράσσομαι στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
разоръжение, потрепване, трепна, трепне, да трепне, гримаса

ταράσσομαι στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
здрыгануцца, скалануцца, здрыгануўся, ўздрыгнуў, ўздрыгнуў ад

ταράσσομαι στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
uuristama, närvitsema, hõõruma, võpatama, võpatus, krimpsutama, Säpsähtää, Hätkähtää

ταράσσομαι στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
šara, ornament, uzdrhtati, trzaj, trepnuti, trzanje, WinCE

ταράσσομαι στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
WinCE

ταράσσομαι στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
raukytis, susigūžimas, susigūžti, krūptelėti, krūpčiojimas

ταράσσομαι στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
saviebties, satrūkšanās, sarauties, WinCE, saraušanās

ταράσσομαι στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
негодувам, потрепквам

ταράσσομαι στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
tresărire, WinCE, crispa de durere, se crispa de durere, să tresară

ταράσσομαι στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Sunek, wince, Uzdrhtati

ταράσσομαι στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
uskočiť, uskočit
Τυχαίες λέξεις