Λέξη: όψιμος

Σχετικές λέξεις: όψιμος

όψιμος υπογοναδισμός, όψιμος ετυμολογία, όψιμος σημαίνει, βασίλης όψιμος, όψιμος αγγλικα, όψιμος ορισμός, όψιμος ισχυρισμός, όψιμος βικιλεξικο, όψιμος συνώνυμα, όψιμοσ μεσαίωνασ

Μεταφράσεις: όψιμος

όψιμος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
late, tardive

όψιμος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
tardío, tarde, finales, finales de, tardía

όψιμος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
verzögert, spät, verspätet, unlängst, neulich, kürzlich, späten, Ende, Ende der

όψιμος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
antérieur, avancé, dernier, tardif, retardé, feu, récemment, dernièrement, antécédent, défunt, tard, récent, en retard, fin, la fin, fin de

όψιμος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
tardivo, tardo, tardi, in ritardo, tarda, a tarda

όψιμος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
perdurar, ultimamente, tardio, último, durar, recentemente, tarde, atrasado, final de, tardia

όψιμος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
laat, onlangs, vergevorderd, te laat, late, eind, de late

όψιμος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
давешний, поздний, покойный, запоздалый, поздно, конце, в конце, поздней

όψιμος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
sen, forhenværende, sent, slutten, slutten av, for sent

όψιμος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
sen, försenad, sent, slutet, slutet av, sena

όψιμος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
vainaa, myöhä, äsken, hiljakkoin, myöhään, entinen, hiljattain, myöhässä, myöhäinen, lopulla, myöhäistä

όψιμος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
sen, sent, forsinket, slutningen, slutningen af, sene

όψιμος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
pozdě, pozdní, opožděný, pokročilý, nedávný, poslední, minulý, dřívější, pozdně, koncem

όψιμος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
poprzedni, niedawny, ostatni, późno, późny, spóźniony, pod koniec

όψιμος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
néhai, legutóbbi, késleltetett, kései, késő, végén, késői, későn, késedelmes

όψιμος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
geç, sonlarında, sonunda, geç saatlerde, sonlarına

όψιμος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
запирання, фіксування, пізно, запізно

όψιμος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
vonë, fund, në fund, fund të, në fund të

όψιμος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
късно, късен, закъснял, края на, закъсняло

όψιμος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
позна, агонь, поздно, пазней

όψιμος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
hilja, hiline, lõpus, hilinenud, hilise

όψιμος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
pokojni, kasan, skorašnji, krajem, kasni, kasno, kasne, koncem

όψιμος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
seint, seinn, of seint, lok, seint á, síðkastið

όψιμος στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
sero, tardus

όψιμος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
vėlai, vėlu, pabaigoje, pavėluotai, vėluoja

όψιμος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
novēlojies, vēlu, nesen, novēloti, novēlota, par vēlu

όψιμος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
крајот, доцна, крајот на, кон крајот на, кон крајот

όψιμος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
târziu, întârziere, tarziu, cu întârziere, sfârșitul lunii

όψιμος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
kasno, pozno, prepozno, zamudo, pozen, poznih

όψιμος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
neskoro, je neskoro
Τυχαίες λέξεις