Примірник στα ελληνικά
Μετάφραση: примірник, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αντίτυπο, δείγμα, αντίγραφο, αντιγράφω, αντιγράφου, αντιγραφής, αντιγραφή
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- житловій στα ελληνικά - υπόλοιπο, στέγαση, περίβλημα, στέγασης, κατοικιών, περιβλήματος
- залякування στα ελληνικά - ενδόμυχος, φοβέρα, εκφοβισμός, στενός, οικείος, εκφοβισμού, εκφοβισμό, ...
- кваліфікованість στα ελληνικά - αποτελεσματικότητα, προσόν, Αξιολόγηση, προσόντων, προσόντα, προεπιλογής
- кита στα ελληνικά - αγελάδα, φάλαινα, Whale, φαλαινών, φάλαινας, των φαλαινών
Τυχαίες λέξεις
Примірник στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αντίτυπο, δείγμα, αντίγραφο, αντιγράφω, αντιγράφου, αντιγραφής, αντιγραφή
Μεταφράσεις: αντίτυπο, δείγμα, αντίγραφο, αντιγράφω, αντιγράφου, αντιγραφής, αντιγραφή