Природно στα ελληνικά

Μετάφραση: природно, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φυσικά, φυσικώς, φυσικό, φυσιολογικά, φυσικό τρόπο
Природно στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • бридоту στα ελληνικά - απέχθεια, μισητότης, μισητότητα
  • білиться στα ελληνικά - bilytsya
  • вдосконалити στα ελληνικά - καλλιεργημένος, ραφινάτος, εκλεπτυσμένος, βελτίωση, βελτίωση της, βελτιώσει, τη βελτίωση, ...
  • галки στα ελληνικά - καλιακούδια, κάργιες, κάργες, τα καλιακούδια
Τυχαίες λέξεις
Природно στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φυσικά, φυσικώς, φυσικό, φυσιολογικά, φυσικό τρόπο