Присвячувати στα ελληνικά
Μετάφραση: присвячувати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αφιερώνω, αφιερώσει, αφιερώσουν, αφιερώνουν, αφιερώνει, αφιερώσουμε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- верховний στα ελληνικά - ανώτατος, υπέρτατος, Ανώτατο, Ανωτάτου, Ανώτατου
- вимушений στα ελληνικά - αναγκαστική, αναγκάζονται, αναγκάστηκε, αναγκασμένοι, ανάγκασε
- достати στα ελληνικά - διασφαλίζω, ασφαλίζω, εδραιώνω, ασφαλής, dostaty
- кровообіг στα ελληνικά - κυκλοφορία, κυκλοφορίας, την κυκλοφορία, κυκλοφορία του
Τυχαίες λέξεις
Присвячувати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αφιερώνω, αφιερώσει, αφιερώσουν, αφιερώνουν, αφιερώνει, αφιερώσουμε
Μεταφράσεις: αφιερώνω, αφιερώσει, αφιερώσουν, αφιερώνουν, αφιερώνει, αφιερώσουμε