Присмак στα ελληνικά
Μετάφραση: присмак, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανθίζω, οσμή, υπόνοια, καρυκεύω, ακμάζω, κραδαίνω, υποψία, γεύση, ανθώ, άρωμα, γεύσης, αρώματος, τη γεύση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- безіменний στα ελληνικά - ανώνυμος, καινοτομία, άσημος, ανώνυμο, ανώνυμη, χωρίς όνομα
- демагог στα ελληνικά - δημαγωγός, δημαγωγού, δημαγωγό, του δημαγωγού
- доня στα ελληνικά - κόρη, την κόρη, κόρης, η κόρη, της κόρης
- корисливо στα ελληνικά - μισθοφόρος, μισθοφορικός, σωρευτικά, αθροιστικά, συσσωρευτικά, συσσωρευτικά συνίσταται, σωρευτικά οι
Τυχαίες λέξεις
Присмак στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανθίζω, οσμή, υπόνοια, καρυκεύω, ακμάζω, κραδαίνω, υποψία, γεύση, ανθώ, άρωμα, γεύσης, αρώματος, τη γεύση
Μεταφράσεις: ανθίζω, οσμή, υπόνοια, καρυκεύω, ακμάζω, κραδαίνω, υποψία, γεύση, ανθώ, άρωμα, γεύσης, αρώματος, τη γεύση