Καρυκεύω στα ουκρανικά

Μετάφραση: καρυκεύω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
смак, спеція, присмак, аромат, спеції
Καρυκεύω στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καρυκεύω

καρυκεύω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, καρυκεύω στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • καρτέρι στα ουκρανικά - засада, засідка, пастка, ловушка
  • καρτερία στα ουκρανικά - терплячість, терпіння, наполегливість, витривалість
  • καρφί στα ουκρανικά - забивати, запонка, кнопка, забити, ніготь, цвях, пазур, ...
  • καρφίτσα στα ουκρανικά - брошка, звідники, брошку, Брошь
Τυχαίες λέξεις
Καρυκεύω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: смак, спеція, присмак, аромат, спеції