Λέξη: κουρέλι

Σχετικές λέξεις: κουρέλι

το κουρέλι, χρυσό κουρέλι, κουρέλι faust, κουρέλι θέατρο, σαν κουρέλι

Συνώνυμα: κουρέλι

παλιοφυλλάδα, πατσαβούρα, ράκος, κομματάκι, στενό τεμάχιο

Μεταφράσεις: κουρέλι

κουρέλι στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
tatter, rag, shred, a rag, rags, the rag

κουρέλι στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
harapo, trapo, andrajo, guiñapo, de trapo, paño, rag, trapo de

κουρέλι στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
lappen, lumpen, fummel, unfug, putzlappen, alttextilien, belästigen, fetzen, Lappen, Lumpen, Fetzen, Tuch, rag

κουρέλι στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
lambeau, chiffe, loque, torchon, haillon, chiffon, mâtiner, guenille, rag, un chiffon, de chiffon

κουρέλι στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
straccio, brandello, cencio, panno, rag, pezza, di pezza

κουρέλι στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
pano, andrajo, desperdícios, farrapo, trapo, de pano, rag, trapos

κουρέλι στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vod, vodje, tod, lomp, lap, lor, flard, doek, rag, vodden

κουρέλι στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
розыгрыш, дразнить, разыгрывать, обрывок, ветошь, поддразнивание, шуметь, лоскут, клочья, скандал, тряпка, лохмотья, тряпье, клочок, старьевщик, тряпку, тряпичная

κουρέλι στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
klut, fille, rag, sk

κουρέλι στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
trasa, RAG, trasan, högspänningsnätet, trasa för

κουρέλι στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
repale, nälviä, ryysy, murskata malmi, kova rakennuskivi, riepu, lumppu, rätti, RAG, rievulla, rätillä

κουρέλι στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
lap, pjalt, klud, rag, højspændingsforsyningsnettet, retningslinjerne for regionalstøtte

κουρέλι στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vynadat, cár, hadr, cancour, majales, rag, pokyny k regionální podpoře

κουρέλι στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
łach, szmata, brukowiec, zbesztać, szmatka, szmatławiec, gałganek, gałgan, łachman, rejwach, śmieć, gaduła, skrzyczeć, hałasować, rag, szmaciana, szmat

κουρέλι στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
rongy, cafat, RAG, rongyot, a RAG

κουρέλι στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
paçavra, çaput, şamata, kaba şaka, kaba şaka yapmak

κουρέλι στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
поромник, ганчірки, лахмітник, спростовувати, лахміття, ганчірка, тряпка

κουρέλι στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
zhele, leckë, lecke, prej lecke, dromcë

κουρέλι στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
парцал, парцалена, кърпа, парцала

κουρέλι στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ануча, анучка, тряпка, баба

κουρέλι στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
narts, kalts, räbal, räniliivakivi, õrritama, nuustik, hilp

κουρέλι στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
krpa, krpe, dronjci, dronjak, bezdrvni, novine

κουρέλι στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
flygsa, rag

κουρέλι στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
pannus

κουρέλι στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
skarmalas, skuduras, draiskalas, driskana, kietoji sluoksniuotoji klintis, brizgalas

κουρέλι στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
lupata, skranda, lakatiņš, rag, izjokošana, kankars

κουρέλι στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
партал, крпа, крпата, партали, крпа за

κουρέλι στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
cârpă, enerva, rag, carpa, de carpa, zdreanță

κουρέλι στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
cár, rag, tobak, krpo, Dronjci, krpa

κουρέλι στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
hadí, prachovka, cár, handra, handru, handričku, utierku, handry
Τυχαίες λέξεις