Присягнутися στα ελληνικά
Μετάφραση: присягнутися, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ορκίζομαι, ορκίζονται, ορκιστεί, ορκιστούν, βρίζουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- багнистий στα ελληνικά - σπογγώδης, μαλακός, χυμώδης, πλαδαρός
- бона στα ελληνικά - συγκολλώ, δεσμός, συνδέω, Bona, Μπόνα, καλή τη, αδέσποτων
- ванільний στα ελληνικά - βανίλια, βανίλιας, τη βανίλια, vanilla, η βανίλια
- дисонуючий στα ελληνικά - παράφωνος, παράφωνες, ασύμφωνος, διάφωνα, παράφωνο
Τυχαίες λέξεις
Присягнутися στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ορκίζομαι, ορκίζονται, ορκιστεί, ορκιστούν, βρίζουν
Μεταφράσεις: ορκίζομαι, ορκίζονται, ορκιστεί, ορκιστούν, βρίζουν