Λέξη: απαγόρευση
Σχετικές λέξεις: απαγόρευση
απαγόρευση κυκλοφορίας, απαγόρευση εξόδου από τη χώρα, απαγόρευση ηλεκτρονικού τσιγάρου, απαγόρευση λατινικά, απαγόρευση συγκεντρώσεων, απαγόρευση συναθροίσεων, απαγόρευση υπηρεσιακών μεταβολών, απαγόρευση προσλήψεων λόγω εκλογών, απαγόρευση συλλογής βρόχινου νερού, απαγόρευση δημοσκοπήσεων
Συνώνυμα: απαγόρευση
κατάρα, προκήρυξη, απαγόρευση της μεταφοράς, καλυσιπλοία, αναχαίτηση, ποτοαπαγόρευση
Μεταφράσεις: απαγόρευση
απαγόρευση στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
ban, prohibition, ban on, prohibition of, prohibition on
απαγόρευση στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
vedar, excomulgar, interdicción, prohibir, prohibición, entredicho, prohibición de, la prohibición
απαγόρευση στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
hemmung, verbot, entzug, entziehung, der, verbieten, fluch, bann, Verbot, Verbots, ban
απαγόρευση στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
ban, bannissement, défendre, maudire, interdire, damner, interdiction, prohibition, exil, interdit, défense, anathème, prohiber, inhibition, embargo, interdiction de
απαγόρευση στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
proibizione, divieto, vietare, bando, interdizione, proibire, maledizione, divieto di
απαγόρευση στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
proibições, banimento, proibir, proibição, proibição de, interdição
απαγόρευση στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verbieden, verbod, ban, verbod op, verboden
απαγόρευση στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
запрещать, анафема, бон, воспрещение, проклятие, воспретить, запретить, запрет, торможение, запрета, запрещение, запрет на, бан
απαγόρευση στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
forbud, forby, hemning, forbudet, ban
απαγόρευση στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
förbjuda, förbud, förbudet, förbud mot
απαγόρευση στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kieltolaki, epääminen, kirkonkirous, kieltäminen, kieltäytyminen, kielto, saarto, kieltää, sensuroida, kiellon, kieltoa, kieltämistä
απαγόρευση στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
forbud, forbuddet, forbud mod, forbuddet mod, forbudet
απαγόρευση στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
proklínat, vyhoštění, prohibice, klatba, zakazovat, vypovězení, zakázat, proklít, zákaz, Ban, zákazu, zakázaly, zákazem
απαγόρευση στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zakazać, zablokować, banicja, klątwa, prohibicja, zakazywać, wyklinać, zabronić, bluźnić, zabraniać, obwódka, interdykt, przeklinać, projekcja, zakaz, zakazu, ban
απαγόρευση στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szesztilalom, megtiltás, tilalom, tilalmat, tilalma, tilalmát, tilalmának
απαγόρευση στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yasak, yasaklamak, yasağı, ban, yasağın, yasağının
απαγόρευση στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
прокляття, клятьба, проклін, заборона, заборонити, заборону
απαγόρευση στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
ndalim, ndalimi, ndalimi i, ndalimin e, ndalesa
απαγόρευση στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
забрана, запрещение, забраната, забрана за, забрана на, забраната за
απαγόρευση στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
абараняць, забарона, забарону
απαγόρευση στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
keeld, keelustama, keelu, keeldu, keelustamine, keelustamise
απαγόρευση στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
bana, zabranu, zabranjen, zabraniti, zabranjuju, zabrana, Ban, mjesta Ban, zabrane
απαγόρευση στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
bann, banna, bann við, bannið, banni
απαγόρευση στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
prohibitio
απαγόρευση στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
draudimas, draudimą, draudimo, uždrausti, uždraudimas
απαγόρευση στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
aizliegums, aizliegumu, aizlieguma, aizliegt, aizliegumam
απαγόρευση στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
забраната, забрана, забрана за, забраната за, забрани
απαγόρευση στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
interzicere, ban, interdicție, interzicerea, interdicții, interdicții de
απαγόρευση στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
nakaz, nakazat, nakazovat, prepoved, ban, prepovedi, prepovedjo
απαγόρευση στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
zákaz, zákazu
Στατιστικά δημοτικότητας: απαγόρευση
Τυχαίες λέξεις