Продаватися στα ελληνικά
Μετάφραση: продаватися, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πουλώ, εκποιώ, πωλούν, πωλήσει, πουλήσει, πωλεί, πουλήσουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- дебютант στα ελληνικά - debutant
- етнографічний στα ελληνικά - εθνογραφικός, εθνογραφικό, εθνογραφική, εθνογραφικές, εθνογραφικά
- захопити στα ελληνικά - αρπάζω, καταλαμβάνω, κατάσχω, αιχμαλωσία, αιχμαλωτίζω, σύλληψη, σύλληψης, ...
- колонізатор στα ελληνικά - αποικιστής, οικιστή, άποικος, αποικιστές, colonizer
Τυχαίες λέξεις
Продаватися στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πουλώ, εκποιώ, πωλούν, πωλήσει, πουλήσει, πωλεί, πουλήσουν
Μεταφράσεις: πουλώ, εκποιώ, πωλούν, πωλήσει, πουλήσει, πωλεί, πουλήσουν