Λέξη: επισκόπηση

Σχετικές λέξεις: επισκόπηση

επισκόπηση βιβλιογραφίας, επισκόπηση τύπου ναυτεμπορική, επισκόπηση υγείας sf-36, επισκόπηση τύπου, επισκόπηση της νεοελληνικής ιστορίας, επισκόπηση τι σημαινει, επισκόπηση σημασία, επισκόπηση λεξικό, επισκόπηση στα αγγλικά, επισκόπηση ή ανασκόπηση

Συνώνυμα: επισκόπηση

εξέταση, καταμέτρηση, τοπογράφηση

Μεταφράσεις: επισκόπηση

επισκόπηση στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
profile, survey, overview, review, Viewing, overview of

επισκόπηση στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
perfil, estudio, encuesta, encuesta de, la encuesta, sondeo

επισκόπηση στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
seitenansicht, querschnitt, profil, profilbild, längsschnitt, Umfrage, Befragung, Erhebung, Untersuchung

επισκόπηση στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
profiler, forme, profil, profilé, silhouette, enquête, sondage, étude, l'enquête, enquête de

επισκόπηση στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
sagoma, profilo, sondaggio, indagine, un'indagine, studio, dell'indagine

επισκόπηση στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
profissionalizar, perfil, vistoria, exame, pesquisa, inquérito, levantamento

επισκόπηση στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
karakterschets, overzicht, enquête, onderzoek, survey

επισκόπηση στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
сечение, очертание, профиль, параметр, контур, обзор, обследование, исследование, опрос, обследования

επισκόπηση στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
profil, undersøkelsen, undersøkelse, spørreundersøkelse

επισκόπηση στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
profil, undersökning, undersökningen, enkät, enkäten

επισκόπηση στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
profiili, sivukuva, tutkimus, kyselyn, tutkimuksessa, kysely, Tutkimuksen

επισκόπηση στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
undersøgelse, undersøgelsen, oversigt, syn

επισκόπηση στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
silueta, profilovat, obrys, tvar, přehled, anketa, průzkum, průzkumu, šetření

επισκόπηση στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
sylwetka, charakterystyka, profil, relief, badanie, przegląd, badania, ankieta, ankiety

επισκόπηση στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
oldalnézet, idom, körvonalrajz, arcél, felmérés, felmérést, felmérése, felmérési, felmérésben

επισκόπηση στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
profil, anket, araştırma, anketi, araştırması, inceleme

επισκόπηση στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
майстерно, огляд, місяця

επισκόπηση στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
studim, Anketa, sondazh, Sondazhi, anketë

επισκόπηση στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
изследване, проучване, проучване на, изследването, проучването

επισκόπηση στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
агляд

επισκόπηση στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
profiil, uuring, uuringu, küsitluse, ülevaatusega tegelevate, küsitlus

επισκόπηση στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
iskusan, stručnjak, pregled, istraživanje, anketa, ankete, istraživanjem

επισκόπηση στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
könnun, Könnunin, könnuninni, yfirlit, könnun sem

επισκόπηση στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
apklausa, tyrimas, apklausos, apžvalga

επισκόπηση στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
profils, pārskats, apskate, aptauja, apsekojums, apsekojumu

επισκόπηση στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
анкета, истражување, истражувањето, анкетата, преглед

επισκόπηση στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
profil, studiu, sondaj, anchetă, sondajul, anchete

επισκόπηση στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
profil, Anketa, raziskava, raziskava je, raziskovanje, raziskavo

επισκόπηση στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
medailón, profil, prehľad, prehľad o, Celkový, zoznam
Τυχαίες λέξεις