Проконтролювати στα ελληνικά

Μετάφραση: проконтролювати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επιβλέπω, έλεγχος, εξουσιάζω, εποπτεύω, ελέγχου, έλεγχο, τον έλεγχο, ελέγχου της
Проконтролювати στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • азотистий στα ελληνικά - υποξείδιο, υποξείδιο του, το υποξείδιο, το υποξείδιο του, υποξειδίου του
  • випряміться στα ελληνικά - vypryamitsya
  • вкрай στα ελληνικά - κακώς, άσχημα, χαμηλά, κακή, σοβαρά
  • дослідник στα ελληνικά - ανιχνευτής, εξερευνητής, ερευνητής, ερευνητή, ερευνητών, ερευνήτρια, των ερευνητών
Τυχαίες λέξεις
Проконтролювати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επιβλέπω, έλεγχος, εξουσιάζω, εποπτεύω, ελέγχου, έλεγχο, τον έλεγχο, ελέγχου της