Просування στα ελληνικά

Μετάφραση: просування, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παρακώλυση, στένωση, προοδευτικός, προαγωγή, προβολή, προώθηση, προώθησης, την προώθηση
Просування στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • берил στα ελληνικά - βηρύλλος, βηρύλλου, Βήρυλλο, βήρυλλος, Beryl
  • відносна στα ελληνικά - σχετικά, σχετικός, συγγενής, σχετική, σχέση, σε σχέση
  • женоненависник στα ελληνικά - zhenonenavysnyk
  • конструктивний στα ελληνικά - εποικοδομητικός, αρχιτεκτονικός, εποικοδομητική, εποικοδομητικό, εποικοδομητικές, εποικοδομητικής
Τυχαίες λέξεις
Просування στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παρακώλυση, στένωση, προοδευτικός, προαγωγή, προβολή, προώθηση, προώθησης, την προώθηση