Στένωση στα ουκρανικά
Μετάφραση: στένωση, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
перешкода, обструкція, непрохідність, просування, стеноз
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: στένωση
στένωση του πυλωρού, στένωση ουρήθρας, στένωση του σπονδυλικού σωλήνα, στένωση μεσοσπονδύλιου δίσκου, στένωση πυελοουρητηρικής συμβολής, στένωση λεξικό γλώσσας ουκρανικά, στένωση στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- στέλνω στα ουκρανικά - надсилати, переслати, випромінювати, послати, надіслати, Зв'язатися з підприємством, Зв'язатися, ...
- στέμμα στα ουκρανικά - коронка, гребінь, маківка, вінок, крона, корона
- στέρηση στα ουκρανικά - утрата, втрата, позбавлення
- στέψη στα ουκρανικά - вивершення, коронація, завершення, коронування, Криниця
Τυχαίες λέξεις
Στένωση στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: перешкода, обструкція, непрохідність, просування, стеноз
Μεταφράσεις: перешкода, обструкція, непрохідність, просування, стеноз