Проілюструвати στα ελληνικά
Μετάφραση: проілюструвати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εικονογραφώ, διευκρινίζω, επεξηγώ, απεικονίζεται, απεικονίζονται, εικονίζεται, φαίνεται, παρουσιάζεται
Μεταφράσεις
- викорініть στα ελληνικά - εξαλείφω, εξολοθρεύω, εξαφανίζω, για τον τερματισμό της, για τον τερματισμό, να τελειώσει, για να τελειώσει, ...
- жагливий στα ελληνικά - φλογερά, σφοδρά, zhahlyvyy
- жилець στα ελληνικά - κάτοχος, έγκλειστος, τρόφιμος, κρατούμενος, κρατούμενο, κρατουμένου
- культиватор στα ελληνικά - σκαπάνη, σκαλίζω, καλλιεργητής, καλλιεργητή, καλλιεργητών, καλλιεργητές, καλλιεργητής του
Τυχαίες λέξεις
Проілюструвати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εικονογραφώ, διευκρινίζω, επεξηγώ, απεικονίζεται, απεικονίζονται, εικονίζεται, φαίνεται, παρουσιάζεται
Μεταφράσεις: εικονογραφώ, διευκρινίζω, επεξηγώ, απεικονίζεται, απεικονίζονται, εικονίζεται, φαίνεται, παρουσιάζεται