Λέξη: επισυνάπτω
Σχετικές λέξεις: επισυνάπτω
επισυνάπτω στα γαλλικα, επισυνάπτω στα αγγλικά, επισυνάπτω σημασία, επισυνάπτω το βιογραφικό μου σημείωμα, επισυνάπτω αγγλικα, επισυνάπτω ορισμός, επισυνάπτω ετυμολογία, επισυνάπτω μετάφραση, επισυνάπτω συνώνυμο, επισυνάπτω λεξικο
Συνώνυμα: επισυνάπτω
επικολλώ, εγκλείω, περικλείω, περιβάλλω, προσθέτω
Μεταφράσεις: επισυνάπτω
επισυνάπτω στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
attach, append, enclose, subjoin, affix, append to
επισυνάπτω στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
añadir, anexar, fijar, adjuntar, encerrar, incluir, incluya, adjunte
επισυνάπτω στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
beilegen, umschließen, beifügen, einschließen, umgeben
επισυνάπτω στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
liaison, ajouter, attachez, assigner, adjoindre, accrocher, attacher, rattacher, assujettir, attachent, détacher, attachons, amarrer, accompagner, attribuer, appliquer, joindre, enfermer, entourer, inclure, joignez
επισυνάπτω στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
allegare, accludere, racchiudere, includere, racchiuderlo
επισυνάπτω στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
prender, anexo, anexar, cercar, encerrar, incluir, juntar
επισυνάπτω στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
aanhechten, omsluiten, insluiten, voegen, bijvoegen, te voegen
επισυνάπτω στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
присоединять, придавать, описывать, стыковать, подколоть, прикомандировывать, привешивать, прилагать, приписывать, додать, прибавить, придать, прибавлять, скреплять, добавить, прикреплять, заключать, заключить, вложить, приложить, заключите
επισυνάπτω στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
vedlegge, legge, legge ved, omslutte, omslutter
επισυνάπτω στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
bifoga, innesluta, omsluta, omsluter, bifogar
επισυνάπτω στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kiinnittää, ympäröidä, liittää, liitettävä, liittäkää, liitteeksi
επισυνάπτω στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
befæste, vedlægge, omslutte, vedlægges, vedlægger, omslutter
επισυνάπτω στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
připojit, připoutat, přiložit, přilepit, připevnit, doprovázet, připnout, přikládat, přičítat, přikázat, dodat, zadržet, připisovat, přivázat, přidat, lpět, uzavřete, uzavřít, přiložte, přiloží
επισυνάπτω στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
umocować, przyłączyć, dołączać, podłączać, przymocować, przytwierdzić, załączyć, przyczepiać, podłączyć, przyprawiać, odkomenderować, przyłączać, przytwierdzać, opatrzyć, tkwić, dołączyć, ująć, otaczać, zawierać
επισυνάπτω στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
megbetegedés, mellékel, csatolniuk, csatolni, mellékelje, csatolja
επισυνάπτω στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
çevrelemek, içine, içine alın, ekleyiniz, kapsamak
επισυνάπτω στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
придавати, приєднувати, додавати, додати, приєднайте, привішувати, тулити, прикріпити, укладати, містити, укладатиме
επισυνάπτω στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
fus, bashkangjitni, rrethoni, mbyllni, bashkëmbyll
επισυνάπτω στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
прилагам, приложете, приложат, приложи, приложите
επισυνάπτω στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
заключаць, складаць, заключыць
επισυνάπτω στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
omistama, lisama, arestima, ümbritsema, lisada, lisage, lisavad
επισυνάπτω στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
pridodati, pridobiti, pridavati, pripisivati, priložiti, privezati, priložite, prilaže, zatvaraju, zatvoriti
επισυνάπτω στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
láta, fylgja, láta fylgja, látið fylgja, settu
επισυνάπτω στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pridėti, prideda, pridėkite, Pridedu, pridėti prie
επισυνάπτω στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
apņemt, pievienot, iežogot, pievieno, jāpievieno
επισυνάπτω στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
приложи, обиколуваат, приложува, приложете, да приложи
επισυνάπτω στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
închide, anexa, include, anexați, anexeze
επισυνάπτω στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
napojit, priložiti, obdajte, priložite, priloži, priložijo
επισυνάπτω στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
priložiť, pripojiť, priložené