Пустинник στα ελληνικά
Μετάφραση: пустинник, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ερημίτης, ασκητής, ασκητικός, ασκητική, ασκητή, ασκητικό
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- біофізика στα ελληνικά - βιοφυσική, Βιοφυσικής, της βιοφυσικής, έννοιες βιοφυσικής, Biophysics
- еклектика στα ελληνικά - ελεκτικότητα, εκλεκτισμός, εκλεκτικισμού, εκλεκτικισμό, εκλεκτικισμός
- змагайтеся στα ελληνικά - παραβγαίνω, συναγωνίζομαι, διαγωνίζομαι, μιμούμαι, Ανταγωνίζονται, ανταγωνιστεί, ανταγωνιστούν, ...
- матадор στα ελληνικά - ταιριάζω, συνταιριάζω, σπίρτο, αγώνας, ταυρομάχος, Matador, ταυρομάχο, ...
Τυχαίες λέξεις
Пустинник στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ερημίτης, ασκητής, ασκητικός, ασκητική, ασκητή, ασκητικό
Μεταφράσεις: ερημίτης, ασκητής, ασκητικός, ασκητική, ασκητή, ασκητικό