Ασκητής στα ουκρανικά

Μετάφραση: ασκητής, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
пустинник, відлюдник, аскет
Ασκητής στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ασκητής

ασκητής english, ασκητής θάνος, ασκητής team, ασκητής του παγγαίου, ασκητής απιστία, ασκητής λεξικό γλώσσας ουκρανικά, ασκητής στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • ασθενικός στα ουκρανικά - немічний, слабкий, незначний, нікчемний, кволий, хворобливий, болючий, ...
  • ασθμαίνω στα ουκρανικά - зітхати, задихатися, важке дихання, важкий подих, тяжке дихання
  • ασκητικός στα ουκρανικά - аскетичний, аскет
  • ασκητισμός στα ουκρανικά - аскетизм
Τυχαίες λέξεις
Ασκητής στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: пустинник, відлюдник, аскет