Λέξη: ποικιλία

Σχετικές λέξεις: ποικιλία

ποικιλία κρασιών, ποικιλία ντομάτας, ποικιλία μπύρας, ποικιλία αττική, ποικιλία βηλάνα, ποικιλία κρεατικών, ποικιλία σταφυλιού, ποικιλία συνώνυμο, ποικιλία θαλασσινών, ποικιλία πατάτας

Συνώνυμα: ποικιλία

είδος, γένος, κατηγορία, φιλόφρων, επιλογή, προτίμηση, εκλογή, διαφορά, ανάμικτα, μικτότης, μικτότητα

Μεταφράσεις: ποικιλία

ποικιλία στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
variety, diversity, potpourri, choice, variety of, range

ποικιλία στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
variedad, diversidad, gran variedad, diversos, diversas

ποικιλία στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
vielfalt, exemplar, sorte, mannigfaltigkeit, gattung, rasse, verschiedenheit, zucht, allerlei, sortiment, potpourri, Auswahl, Vielfalt, Abwechslung, Vielzahl, verschiedene

ποικιλία στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
mélange, espèce, changement, assortiment, race, variété, diversité, pot-pourri, genre, variation, sorte, hétérogénéité, diverses, divers, gamme

ποικιλία στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
diversità, varietà, gamma, serie, vari, diversi

ποικιλία στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
jaez, variável, casta, qualidade, género, espécie, raça, estirpe, laia, variedade, vários, várias, diversas, diversos

ποικιλία στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
ras, soort, slag, aard, hutspot, afwisseling, variatie, geslacht, verscheidenheid, variëteit, diverse, scala

ποικιλία στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
вид, несхожесть, несходство, разновидность, непохожесть, сорт, порода, пестрота, различие, семейство, разнообразность, род, варьете, разнообразие, многосторонность, отличие, многообразие, множество, разнообразные

ποικιλία στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
avart, utvalg, variasjon, rekke, forskjellige, ulike

ποικιλία στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
avart, mängd, variation, sort, sorten, utbud

ποικιλία στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
rotu, sikermä, muunnos, erilaisuus, monimuotoisuus, sekoitus, moninaisuus, kirjavuus, valikoima, lajike, erilaisia, eri, useita, lajikkeen

ποικιλία στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
sort, række, udvalg, vifte, bred vifte

ποικιλία στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
varieta, různorodost, rozmanitost, odrůda, změna, mnohotvárnost, různost, rozličnost, směsice, paleta, škála, odrůdy

ποικιλία στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zróżnicowanie, bogactwo, rozmaitość, zbieranina, urozmaicenie, mieszanka, odmiana, różnorodność, niejednolitość, wiele, odmiany, różne

ποικιλία στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
változatosság, különféleség, fajta, különböző, számos, különféle

ποικιλία στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
soy, çeşit, cins, tarz, farklılık, usul, varyete, çeşitlilik, çeşitli, çeşitliliği

ποικιλία στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
мікстури, відмінність, різнорідність, різноманіття, різноманітності, різноманітність, розмаїтість, розмаїття

ποικιλία στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
lloj, shumëllojshmëri, larmi, shumëllojshmëri të, larmi të, varietet

ποικιλία στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
разнообразие, сорт, различни, разнообразни, гама

ποικιλία στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
разнастайнасць, разнастайнасьць

ποικιλία στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
teisend, mitmekesisus, valik, paljusus, kirjusus, segu, sort, erinevaid, sordi, erinevate, mitmesuguseid

ποικιλία στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
različitost, varijanta, raznolikosti, izbor, promjenjivost, raznovrsnost, razlike, vrsta, razne, raznolikost, sorta

ποικιλία στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
fjölbreytni, margs, ýmsum, úrval, ýmsar

ποικιλία στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
varietas

ποικιλία στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
rūšis, įvairovė, veislės, veislė, įvairių, įvairovę

ποικιλία στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
veids, suga, šķirne, dažādība, dažādas, šķirnes, šķirni

ποικιλία στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
разновидност, различни, спектар, разни, сорта

ποικιλία στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
diversitate, fel, soi, varietate, multitudine, diverse, gamă largă

ποικιλία στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
sorta, sorte, različne, raznolikost, sorto

ποικιλία στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
rozličnosť, odroda, odrody, odrodu

Στατιστικά δημοτικότητας: ποικιλία

Τυχαίες λέξεις