Підвісити στα ελληνικά
Μετάφραση: підвісити, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αναστέλλω, κρεμώ, κλείνω το τηλέφωνο, κλείσεις, κλείσετε, κρεμάσει τα, κλείστε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- борошно στα ελληνικά - αγωνία, αλεύρι, αλεύρων, άλευρα, αλεύρου, άλευρο
- використати στα ελληνικά - χρήση, χρησιμοποιώ, χρήσης, τη χρήση, χρησιμοποίηση, η χρήση
- вимкнено στα ελληνικά - μακριά, ανάπηρος, ειδικές ανάγκες, αναπηρία, με ειδικές ανάγκες, με αναπηρία
- гарбуз στα ελληνικά - κολοκύθι, πατικώνω, ζουλώ, κολοκύθα, κολοκύθας, κολοκύθες
Τυχαίες λέξεις
Підвісити στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αναστέλλω, κρεμώ, κλείνω το τηλέφωνο, κλείσεις, κλείσετε, κρεμάσει τα, κλείστε
Μεταφράσεις: αναστέλλω, κρεμώ, κλείνω το τηλέφωνο, κλείσεις, κλείσετε, κρεμάσει τα, κλείστε