Підносити στα ελληνικά

Μετάφραση: підносити, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υψώνω, ανυψώνω, σηκώνω, βελτιώνω, παρόν, παρών, παρούσα, παρούσας, παρούσης
Підносити στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • аура στα ελληνικά - φωτοστέφανο, αύρα, αύρας, την αύρα, αίγλη, aura
  • дряхлість στα ελληνικά - ερεθίζω, έσχατο γήρας, εξασθένησή, την εξασθένησή, εξασθένηση, εξασθένησης
  • збиратися στα ελληνικά - μαζεύομαι, συσσωμάτωμα, συσσωρεύω, συγκεντρώνομαι, περισυλλέγω, μαζεύω, συγκεντρώσει, ...
  • кровопускання στα ελληνικά - φλεβοτομία, φλεβοτομή, φλεβοπαρακέντηση, φλεβοτομής, τη φλεβοπαρακέντηση
Τυχαίες λέξεις
Підносити στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υψώνω, ανυψώνω, σηκώνω, βελτιώνω, παρόν, παρών, παρούσα, παρούσας, παρούσης