Λέξη: υποσκάπτω

Σχετικές λέξεις: υποσκάπτω

υποσκάπτω συνώνυμα, υποσκάπτω αντωνυμο

Συνώνυμα: υποσκάπτω

υπονομεύω, ναρκοθετώ, μεταλλεύω, κόπτω υποκάτω, πωλώ ευθηνότερα

Μεταφράσεις: υποσκάπτω

υποσκάπτω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
undermine, sap, undercut

υποσκάπτω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
socavar, minar, savia, SAP, de SAP, la savia, savia de

υποσκάπτω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
untergraben, sabotieren, Saft, sap

υποσκάπτω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
miner, saper, sève, SAP, la sève, PAS, de SAP

υποσκάπτω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
minare, linfa, SAP, la linfa, alburno, linfa di

υποσκάπτω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
seiva, SAP, de seiva, o SAP, a seiva

υποσκάπτω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
ondergraven, ondermijnen, sap, van SAP, sappen, het sap

υποσκάπτω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
взорвать, подорвать, подмывать, подрывать, минировать, подкапывать, взрывать, подкапываться, разрушать, подкопать, подкопаться, сок, SAP, живица

υποσκάπτω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
undergrave, sap, saft, sevjen, sevje

υποσκάπτω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
undergräva, sap, sav, saven, saft, växtsaft

υποσκάπτω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
jäytää, sabotoida, heikentää, tuhota, mahla, SAP, mahlaa

υποσκάπτω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
sap, saft, saften, plantesaft

υποσκάπτω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
podkopávat, podlomit, podrýt, podminovat, podkopat, míza, sap, mízu, míza ze

υποσκάπτω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
podkopać, podkopywać, podminowywać, podważyć, podminować, nadwątlać, gacie, sok, sAP, soki, bielu, systemu SAP

υποσκάπτω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
nedv, SAP, Az SAP, nedve

υποσκάπτω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
özsu, bitki özü, ahmak, altını kazarak yıkmak, ağaçtan yalancı odun çıkarmak

υποσκάπτω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
підривати, підмивати, руйнувати, підірвати, сік, сок

υποσκάπτω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
llogore, ujth, lëngësirë, llagëm, i heq lëng

υποσκάπτω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
мъзга, беловина, мухльо, жизнен сок, източвам соковете на

υποσκάπτω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
сок

υποσκάπτω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
mahl, tuupur, närvutama, piiramiskraavide kaevamine, kumminui

υποσκάπτω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
podlokati, potkopava, budala, biljni sok, rov, snaga

υποσκάπτω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
SAP, safa, safinn, Safi

υποσκάπτω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
sula, sultys, gyvasakiai, gyvybės syvai, būti apmulkintam

υποσκάπτω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
sula, muļķis, iekalējs, nomocīt, graušana

υποσκάπτω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
Соковите, САП, SAP, ПСА, сок

υποσκάπτω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
sevă, SAP, alburn, seva, sevei

υποσκάπτω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
sap, sok, soka, smolo

υποσκάπτω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
miazga, lymfa, živica, míza, múza
Τυχαίες λέξεις