Піднімати στα ελληνικά

Μετάφραση: піднімати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σηκώνω, ανυψώνω, υψώνω, αύξηση, αυξήσει, αυξήσουν, αυξηθεί, την αύξηση
Піднімати στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • геноцид στα ελληνικά - ολοκαύτωμα, γενοκτονία, γενοκτονίας, τη γενοκτονία, της γενοκτονίας, γενοκτονίας των
  • доречність στα ελληνικά - ταλέντο, ικανότητα, προτέρημα, καταλληλότητα, κλίση, σχετικός, συνάφεια, ...
  • достатки στα ελληνικά - άφθονος, κατοχές, υπάρχοντά, κτήσεις, τα υπάρχοντά, περιουσίας
  • жертвоприношення στα ελληνικά - προσφορά, προσφέρει, προσφοράς, που προσφέρει, προσφέροντας
Τυχαίες λέξεις
Піднімати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σηκώνω, ανυψώνω, υψώνω, αύξηση, αυξήσει, αυξήσουν, αυξηθεί, την αύξηση