Підійматися στα ελληνικά

Μετάφραση: підійматися, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βουνό, όρος, ανεβαίνω, ανεβαίνουν, ανεβεί, ανεβείτε, ανέβει
Підійматися στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • готелі στα ελληνικά - νύξη, υπαινιγμός, ξενοδοχείο, το ξενοδοχείο, Ξενοδοχείων, του ξενοδοχείου, ξενοδοχείου
  • доступ στα ελληνικά - προσπέλαση, προσεγγίζω, πλησιάζω, πρόσβαση, προσέγγιση, είσοδος, μέθοδος, ...
  • заляпаний στα ελληνικά - τσαπατσούλης, splodgy
  • королі στα ελληνικά - Kings, Βασιλέων, Βασιλείς, βασιλιάδες
Τυχαίες λέξεις
Підійматися στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βουνό, όρος, ανεβαίνω, ανεβαίνουν, ανεβεί, ανεβείτε, ανέβει