Λέξη: ξεφορτώνω
Σχετικές λέξεις: ξεφορτώνω
ξεφορτώνω συνώνυμο, ξεφορτώνω συνώνυμα
Συνώνυμα: ξεφορτώνω
εκφορτώνω, ανακουφίζω, εκφορτίζω, απολύω, εκπληρώ, εκκενώ
Μεταφράσεις: ξεφορτώνω
ξεφορτώνω στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
unload, disburden
ξεφορτώνω στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
desembarcar, descargar, descarga, descargue, descarga de, descargar el
ξεφορτώνω στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
entladen, abladen, ausladen, zu entladen
ξεφορτώνω στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
déverser, débarder, débarquer, ôter, décharger, déchargement, décharger les, décharger des, de décharger
ξεφορτώνω στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
scaricare, scarico, scaricare i, lo scarico, scaricare il
ξεφορτώνω στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
descarregar, descarga, descarregam, descarrega, descarregá
ξεφορτώνω στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
afladen, uitladen, lossen, ontladen, te lossen, te laden
ξεφορτώνω στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
выгружаться, разгрузить, сгрузить, выгрузить, отделываться, облегчать, развьючивать, выгружать, разряжать, избавляться, выгрузиться, сгружать, разгружать, выгрузки
ξεφορτώνω στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
losse, lesse, laste, laste ut, lesse av
ξεφορτώνω στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
avlasta, lossa, lasta, lasta av, lastar
ξεφορτώνω στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
keventää, tyhjentää, purkaa, purkamiseen, purkamaan, purkavat
ξεφορτώνω στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
losse, læsse, fjerne, aflæsse, aflæsning
ξεφορτώνω στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vylodit, vykládat, vybít, vyložit, zbavit, vyklopit, uvolnit, uvolnění, vykládku
ξεφορτώνω στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wyładowywać, rozładowywać, rozładować, odciążyć, wyładować, usuwać, rozładunku, wyładowania, rozładunek
ξεφορτώνω στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kirakodik, kirak, kirakodásához, eltávolítani, távolítsam
ξεφορτώνω στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
boşaltmak, kaldırmak, kaldırma, boşaltma, boşaltın
ξεφορτώνω στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вивантажувати, позбуватися, полегшувати, розвантажувати
ξεφορτώνω στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
shkarkoj, zbraz, të shkarkoj, shkarkuar, çngarkoj
ξεφορτώνω στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
разтоварвам, разтоварят, разтоварват, се разтоварят, разтовари
ξεφορτώνω στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
разгружаць
ξεφορτώνω στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
lossima, maha laadima, maha laadida, lossimiseks, lossida
ξεφορτώνω στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
iskrcati, istovariti, rasteretiti, istovar, isprazniti
ξεφορτώνω στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
afferma, landa, að afferma, leggja upp
ξεφορτώνω στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
iškrauti, iškrauna, iškrovimo, iškrovimą, išimti
ξεφορτώνω στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
izkraut, izkrautu, izkraušanai, izkraušanas, izkrauj
ξεφορτώνω στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
бриши, истовар, исклучи, се исклучи, истовар на
ξεφορτώνω στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
descărca, descarce, descărcarea, descărcare, descarcă
ξεφορτώνω στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
razkladanje, raztovarjanje, izkrcali, raztovoriti, razklada
ξεφορτώνω στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
vyložiť, vykladať, vysvetliť, výklad, interpretovať
Τυχαίες λέξεις