Λέξη: θεολογία
Σχετικές λέξεις: θεολογία
θεολογία περιοδικό, θεολογία γεγονότων, θεολογία και ψυχιατρική σε διάλογο, θεολογία της απελευθέρωσης, θεολογία εκπα, θεολογία αθήνας, θεολογία απθ, θεολογία της εικόνας, θεολογία της απελευθέρωσης wikipedia, θεολογία μεσοπέλαγα
Συνώνυμα: θεολογία
θειότητα, θεότης
Μεταφράσεις: θεολογία
θεολογία στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
theology, theology of, the theology, theology is
θεολογία στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
teología, la teología, teología de, la teología de
θεολογία στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
theologie, Theologie, der Theologie, die Theologie
θεολογία στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
théologie, la théologie, théologie de, de théologie, théologique
θεολογία στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
teologia, la teologia, di teologia, della teologia, teologico
θεολογία στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
teologia, a teologia, teologia da, da teologia
θεολογία στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
theologie, godgeleerdheid, de theologie, theologische
θεολογία στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
богословие, теология, богослов, теологии, богословия, теологию
θεολογία στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
teologi, teologien, teologiske
θεολογία στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
teologi, teologin, teologiska
θεολογία στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
jumaluusoppi, teologia, teologian, teologiaa, teologiaan, teologiassa
θεολογία στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
teologi, Teologiske, teologien, Theology
θεολογία στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
bohosloví, teologie, teologii, teologií, theologie
θεολογία στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
teologia, teologii, teologię, teologią
θεολογία στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
teológia, teológiai, teológiát, a teológia, Theology
θεολογία στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ilahiyat, teoloji, teolojisi, teolojisinin
θεολογία στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
теологія, богослов'я, теології
θεολογία στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
teologji, teologjia, teologjia e, teologjisë, teologjinë
θεολογία στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
теология, богословие, теологията, вероучение, богословието
θεολογία στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
тэалогія, тэалёгія
θεολογία στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
teoloogia, religiooniõpetus, teoloogiat, teoloogias, teoloogiast, usuteaduse
θεολογία στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
teologija, teologije, teologiju, teologiji, je teologija
θεολογία στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
guðfræði, guðfræðin, hafði guðfræðin
θεολογία στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
theologia
θεολογία στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
teologija, teologijos, teologija Su, Theology, teologiją
θεολογία στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
teoloģija, Theology, teoloģiju, teoloģijas, teoloģijā
θεολογία στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
теологија, теологијата, богословието, богословие
θεολογία στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
teologie, teologia, teologiei, de teologie, teologii
θεολογία στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
teologija, teologijo, teologije, bogoslovje, theology
θεολογία στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
bohosloví, teológie, teológia, teologie, teológiu