Пікнік στα ελληνικά

Μετάφραση: пікнік, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εκδρομή, πικνίκ, για πικνίκ, picnic
Пікнік στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • відчужіть στα ελληνικά - αλλοτριώνω, αποξενώνω, vidchuzhit
  • двоколка στα ελληνικά - καλάθι
  • затвердитися στα ελληνικά - καρφί, νυχιών, των νυχιών, νύχι, καρφιών
  • кафетерій στα ελληνικά - καφετέρια, καφέ, καφετέριας, καφετερία, κυλικείο
Τυχαίες λέξεις
Пікнік στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εκδρομή, πικνίκ, για πικνίκ, picnic