Λέξη: καλαμπόκι

Σχετικές λέξεις: καλαμπόκι

καλαμπόκι γλουτένη, καλαμπόκι για ποπ κορν, καλαμπόκι καλλιέργεια, καλαμπόκι 1507, καλαμπόκι ονειροκρίτης, καλαμπόκι βραστό, καλαμπόκι θερμίδες, καλαμπόκι βιταμίνες, καλαμπόκι διατροφική αξία, καλαμπόκι τιμή

Συνώνυμα: καλαμπόκι

αρσενικός κύκνος, κώνος αραβοσίτου, ιππάριο, σπείρι, σιτάρι, σιτηρά, κάλος, δημητριακά

Μεταφράσεις: καλαμπόκι

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
corn, cob, maize, of corn
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
trigo, clavo, grano, callo, maíz, de maíz, el maíz, del maíz, maíz de
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
getreide, hühnerauge, weizen, mais, korn, Mais, Getreide, Korn, corn
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
graine, mais, maïs, grain, blé, le maïs, de maïs, du maïs
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
mais, grano, granturco, di mais, cereale
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
milho, trigo, de milho, do milho, o milho, corn
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
eelt, tarwe, korrel, maïs, likdoorn, weit, eksteroog, graan, koren, corn, ...
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
зернить, жито, зерно, маис, засаливать, мозоль, крупинка, песчинка, хлеб, фирн, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
korn, mais, kornet, corn
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
liktorn, säd, korn, majs, corn, säden
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
suolata, känsä, jyvä, maissi, vilja, elo, vehnä, corn, maissia, maissin, ...
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
majs, korn, corn, kornet
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zrno, kukuřice, zrnko, kukuřičný, obilé, obilí, kukuřičného
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
kukurydza, odcisk, zboże, nagniotek, ziarno, łan, kukurydziany, kukurydzy, corn
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
gabona, gabonaszem, szemcse, csemegekukorica, kukorica, kukoricát, a kukorica, corn
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
mısır, buğday, bulgur, darı, tane, misir, corn
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
піщинка, хліб, пшеничний, зерно, розваги, кукурудза, кукуруза, Пшениця, Буряк, Соняшник
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
misër, misri, misri të, misrit, grurë
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
царевица, царевичен, царевично, жито, царевицата
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
пшанiца, кукуруза
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
mais, vili, konnasilm, maisi, corn, terad
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
žito, žitarice, zrno, kukuruz, kukuruzni, kukuruza, kukuruzno, kukuruznog
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
korn, maís, Corn, kornið, korni
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kukurūzas, kukurūzai, javai, kukurūzų, corn, grūdai
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
kukurūza, kukurūzas, kukurūzu, corn
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
пченката, пченка, пченкарен, пченкарни, пченкарно
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
grâu, porumb, de porumb, porumbului, porumbul, corn
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
koruza, zrno, corn, koruze, koruzno, koruzna
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
zrno, kukurice, kukurica, kukuricu, kukurice v

Στατιστικά δημοτικότητας: καλαμπόκι

Τυχαίες λέξεις