Піл στα ελληνικά

Μετάφραση: піл, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πεζοδρόμιο, πεζόδρομος, παρκέ, δάπεδο, δάπεδα, δαπέδου, δαπέδων
Піл στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • верховина στα ελληνικά - κορυφή, ορεινός, ορεινή χώρα, Highland, ορεινών, ορεινών περιοχών
  • виконайте στα ελληνικά - εκτελώ, Ακολουθήστε, Ακολουθείστε, ακολουθήσει, ακολουθήσουν, ακολουθήσετε
  • жеребок στα ελληνικά - παρτίδα, πολλά, πολύ, πολλές, πολλή
  • кашемір στα ελληνικά - κασμίρι, κασμιρίου, κασμίρ, κασμιρ, κασμιριού
Τυχαίες λέξεις
Піл στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πεζοδρόμιο, πεζόδρομος, παρκέ, δάπεδο, δάπεδα, δαπέδου, δαπέδων