Λέξη: δίαιτα
Σχετικές λέξεις: δίαιτα
δίαιτα εξπρές, δίαιτα atkins, δίαιτα της nasa, δίαιτα νασα, δίαιτα express, δίαιτα ντουκάν, δίαιτα orac, δίαιτα με μονάδες, δίαιτα dash, δίαιτα cambridge, δίαιτα dukan, dukan, δίαιτα ντουκαν, δίαιτα ατκινς, διαιτα dukan, diaita, χημική δίαιτα
Συνώνυμα: δίαιτα
διατροφή, συνέδριο, βουλή, τροφή, καθεστώς, σύστημα, διοίκηση, αγωγή
Μεταφράσεις: δίαιτα
δίαιτα στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
regime, diet, regimen, dieting, the diet, a diet
δίαιτα στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
régimen, gobierno, dieta, la dieta, dieta de, alimentación, de dieta
δίαιτα στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
autoritäten, behörden, regime, regierung, regierungsform, Diät, Nahrung, Ernährung
δίαιτα στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
organisme, gouvernement, régime, diète, alimentation, régime alimentaire, l'alimentation
δίαιτα στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
regime, dieta, la dieta, di dieta, alimentazione, dieta di
δίαιτα στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
governo, dieta, alimentação, dieta de, de dieta, a dieta
δίαιτα στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
regime, overheid, gouvernement, staatsvorm, stelsel, regering, dieet, voeding, voedsel
δίαιτα στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
режим, правительство, строй, диета, диеты, питание, рацион, диетпитание
δίαιτα στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
regjering, diett, kosthold, dietten, kostholdet, kosten
δίαιτα στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
regim, kost, dieten, diet, kosten
δίαιτα στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
hallitus, hallitusjärjestelmä, järjestelmä, valtioneuvosto, ruokavalio, ruokavaliossa, ruokavalion, ruokavaliota, ruokavalioon
δίαιτα στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
regering, regime, diæt, kost, kosten, ernæring
δίαιτα στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zřízení, režim, dieta, strava, stravě, stravy, dietní
δίαιτα στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
reżim, ustrój, reżym, dieta, sejm, diety, diet, dietę
δίαιτα στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
rezsim, diéta, étrend, diétát, táplálkozás, étrendet
δίαιτα στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
hükümet, diyet, beslenme, diyeti, bir diyet, diet
δίαιτα στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
царевбивство, царевбивця, дієта
δίαιτα στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
dietë, dietë të, dietë e, dietën, dieta
δίαιτα στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
режим, правителство, диета, диетата, хранене, хранителен режим
δίαιτα στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
дыета
δίαιτα στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
valitsusvõim, dieet, toitumine, dieeti, dieedi, toitumise
δίαιτα στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
režim, sustav, uređenje, režima, dijeta, prehrana, prehrane, prehrani, ishrana
δίαιτα στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
mataræði, fæði, megrunarkúr, fæðu, með mataræði
δίαιτα στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
santvarka, režimas, valdžia, vyriausybė, dieta, mityba, dietos, mitybos, mitybą
δίαιτα στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
režīms, valdība, diēta, uzturs, diētu, uzturu, uzturā
δίαιτα στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
исхрана, исхраната, диета, начинот на исхрана, диетата
δίαιτα στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
guvern, dietă, dieta, regim alimentar, regim, dietei
δίαιτα στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
režim, vláda, prehrana, dieta, prehrane, dieto, prehrano
δίαιτα στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
režim, systém, vláda, diéta, Dieta
Στατιστικά δημοτικότητας: δίαιτα
Τυχαίες λέξεις