Рама στα ελληνικά
Μετάφραση: рама, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αμάξωμα, διάρθρωση, πλαισίωση, δομή, περιτύλιγμα, σασί, σκελετός, κορνίζα, πλαίσιο, πλαισίου, καρέ, σκελετό
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- звуковій στα ελληνικά - ακουστικός, ηχητικός, ήχος, υγιής, χρηστή, ακούγεται, τη χρηστή
- коаксіальний στα ελληνικά - ομοαξονικός, ομοαξονικό, ομοαξονική, ομοαξονικά, ομοαξονικού
- малювальник στα ελληνικά - σχεδιαστής, συρτάρι, συντάκτης, Ο συντάκτης, συντάκτη γνωμοδότησης, συντάκτη γνωμοδότησης τον, συντάκτρια
- матеріалізація στα ελληνικά - πραγματοποίηση, υλοποίηση, υλοποίησης, υλοποίησή, επελεύσεως
Τυχαίες λέξεις
Рама στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αμάξωμα, διάρθρωση, πλαισίωση, δομή, περιτύλιγμα, σασί, σκελετός, κορνίζα, πλαίσιο, πλαισίου, καρέ, σκελετό
Μεταφράσεις: αμάξωμα, διάρθρωση, πλαισίωση, δομή, περιτύλιγμα, σασί, σκελετός, κορνίζα, πλαίσιο, πλαισίου, καρέ, σκελετό