Ратифікувати στα ελληνικά
Μετάφραση: ратифікувати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διαβεβαιώνω, κυρώνω, επικυρώνω, επιβεβαιώνω, επικυρώσουν, επικυρώσει, να επικυρώσουν, κυρώσουν, κυρώσει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- алегорія στα ελληνικά - αλληγορία, αλληγορίας, την αλληγορία, η αλληγορία, της αλληγορίας
- внизу-до-зариває στα ελληνικά - κάτω, προβλέπονται, προβλέπεται, καθορίζονται, καθορισμό
- вітаю στα ελληνικά - Συγχαρητήρια, συγχαρητήριά, τα συγχαρητήριά, Συγχαρητήρια για, τα συγχαρητήρια
- керівник στα ελληνικά - κεφάλι, μαέστρος, ηγούμαι, κεφαλιά, κεφαλή, κεφαλής, επικεφαλής, ...
Τυχαίες λέξεις
Ратифікувати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διαβεβαιώνω, κυρώνω, επικυρώνω, επιβεβαιώνω, επικυρώσουν, επικυρώσει, να επικυρώσουν, κυρώσουν, κυρώσει
Μεταφράσεις: διαβεβαιώνω, κυρώνω, επικυρώνω, επιβεβαιώνω, επικυρώσουν, επικυρώσει, να επικυρώσουν, κυρώσουν, κυρώσει