Κυρώνω στα ουκρανικά
Μετάφραση: κυρώνω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
ратифікувати, обґрунтовувати, затверджувати, ратифікує
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κυρώνω
ακυρώνω μετάφραση, κρίνω σημασία, κυρώνω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, κυρώνω στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- κυρτός στα ουκρανικά - похилість, вигнутий, луг, донесхочу, крадений, опуклий, випуклий, ...
- κυρτώνω στα ουκρανικά - вигибатися, дуга, вигибати, опуклість, випуклість, випинання, нерівність
- κυτταρικός στα ουκρανικά - келійний, стільниковий, мобільний, сотовий
- κυψέλη στα ουκρανικά - роїтися, вулик, вулика
Τυχαίες λέξεις
Κυρώνω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: ратифікувати, обґрунтовувати, затверджувати, ратифікує
Μεταφράσεις: ратифікувати, обґрунтовувати, затверджувати, ратифікує