Рахувати στα ελληνικά

Μετάφραση: рахувати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αναφορά, λογαριάζω, υπολογίζω, λογαριασμός, σημασία, αρίθμηση, μετράνε, μετρούν, μετρήσει
Рахувати στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • дитини στα ελληνικά - εγκατάλειψη, παιδί, παιδιών, Παιδιού, Child, για παιδιά
  • жувати στα ελληνικά - μασώ, μάσημα, μασάτε, μασούν, μασήσει, μασήσουν
  • загривки στα ελληνικά - παρακρατώ, ώμοι ίππου, ακρώμιο, ακρώμια, withers, ακρωμίου
  • зміну στα ελληνικά - μετατροπή, αλλαγή, μεταβολή, Αλλαγής, Αλλάξτε, την αλλαγή
Τυχαίες λέξεις
Рахувати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αναφορά, λογαριάζω, υπολογίζω, λογαριασμός, σημασία, αρίθμηση, μετράνε, μετρούν, μετρήσει