Λέξη: μικροπρεπής
Συνώνυμα: μικροπρεπής
μέσος, αφιλότιμος, μέζερος, πρόστυχος, ευτελής, μικρός, μηδαμινός, τιποτένιος, μικρούτσικος
Μεταφράσεις: μικροπρεπής
μικροπρεπής στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
fussy, petty
μικροπρεπής στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
insignificante, mezquino, pequeño, pequeña, mezquina
μικροπρεπής στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
unbedeutend, grämlich, heikel, klein, waschlappen, verdrießlich, zweitrangig, kleinlich, kleinlichen, kleinliche
μικροπρεπής στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
pointilleux, vétilleux, anxieux, frivole, minuscule, menu, méticuleux, insignifiant, fin, mesquin, minutieux, futile, tarabiscoté, petit, tatillon, petite, petits, la petite
μικροπρεπής στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
piccolo, meschino, piccola, meschina, petty
μικροπρεπής στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
pequeno, insignificante, trivial, mesquinho, petty
μικροπρεπής στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
klein, gering, kleinzielig, bekrompen, kleinzielige, kleingeestige
μικροπρεπής στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
мелкотравчатый, ограниченный, суматошный, маловажный, мелочный, ничтожный, незначительный, хлопотливый, небольшой, вычурный, аляповатый, некрупный, мелкий, неважный, пошлый, грошовый, мелкая, мелкой, мелкие, мелкое
μικροπρεπής στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
kresen, liten, smålig, petty, smålige, simpelt
μικροπρεπής στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
småaktiga, småaktig, småaktigt, småborgerlig, små-
μικροπρεπής στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
nirso, joutavanpäiväinen, mitätön, piskuinen, pieni, joutava, pikkumainen, Petty, lievä, pikku, lievästä
μικροπρεπής στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
smålige, smålig, småligt, petty, underofficer
μικροπρεπής στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
nepatrný, malý, titěrný, úzkostlivý, malicherný, drobný, Petty, drobné, malicherné
μικροπρεπής στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
kapryśny, małostkowy, zrzędny, staranny, wybredny, hałaśliwy, drobiazgowy, grymaśny, drobny, nieistotny, błahy, Petty, drobne, drobnej
μικροπρεπής στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
bagatell, alsószoknya, aggodalmas, kicsinyes, apró, piti, jelentéktelen, kisszerű
μικροπρεπής στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
küçük, önemsiz, adi
μικροπρεπής στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
дрібний, незграбний, метушливий, вузький, хапливий, вигадливий, мілкий, невеличкої, невеличкій, невеликий, дощ, Невелика, місцями
μικροπρεπής στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i vogël, zemërngushtë, mendjengushtë, e imët, petty
μικροπρεπής στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
суетливия, дребнав, дребен, дребни, дребната, дребна
μικροπρεπής στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
гарох, маленький, дробны, дробнае, дробная
μικροπρεπής στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
pabistav, väiklane, petty, tühised, väiklased, tühiste
μικροπρεπής στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
beznačajno, beznačajan, nemiran, sitničav, sitan, sitne, sitni
μικροπρεπής στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Petty, smár, lítilfjörleg
μικροπρεπής στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
smulkus, smulkių, smulkioji, nereikšmingas, siauras
μικροπρεπής στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
niecīgs, sīko, sīkiem, sīks, sīkās
μικροπρεπής στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
ситни, ситен, ситната, ситниот, ситна
μικροπρεπής στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
mic, mărunte, minore, meschin, mărunt
μικροπρεπής στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
mal, malenkostni, Stan, malenkostna, malenkosten, drobnih
μικροπρεπής στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
malý, malicherný, úzkostlivý, drobný, malom, v malom, maloobchodný
Τυχαίες λέξεις