Редагувати στα ελληνικά
Μετάφραση: редагувати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επιμελούμαι, εκδίδω, Επεξεργασία, edit, επεξεργαστείτε, να επεξεργαστείτε, Επεξεργ
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- включення στα ελληνικά - κατανόηση, συμπερίληψη, ένταξη, ένταξης, ενσωμάτωση, καταχώριση
- конвертувати στα ελληνικά - μετατρέπω, μετατροπή, μετατρέπουν, μετατρέψετε, μετατρέψει, τη μετατροπή
- коханка στα ελληνικά - κούκλα, κούκλας, κούκλες, doll, κουκλών
- лемінг στα ελληνικά - λεμόνι, αρουραίος των βορειών χωρών, Lemming, αγέλης
Τυχαίες λέξεις
Редагувати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επιμελούμαι, εκδίδω, Επεξεργασία, edit, επεξεργαστείτε, να επεξεργαστείτε, Επεξεργ
Μεταφράσεις: επιμελούμαι, εκδίδω, Επεξεργασία, edit, επεξεργαστείτε, να επεξεργαστείτε, Επεξεργ