Релігійність στα ελληνικά
Μετάφραση: релігійність, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
θρησκευόμενος, θρήσκος, θρησκευτικός, θρησκευτικότητα, θρησκευτικότητας, η θρησκευτικότητα, τη θρησκευτικότητα
Μεταφράσεις
- демоне στα ελληνικά - τελώνιο, δαίμονας, δαίμονα, daemon, δαίμονας του, δαίμονα του
- дублікат στα ελληνικά - διπλότυπο, αντίγραφο, εις διπλούν, διπλούν, επαναλάβει
- знеможений στα ελληνικά - κουρασμένος
- літак-амфібія στα ελληνικά - αμφίβιο, Τα αμφίβια αεροσκάφη, αμφίβια αεροσκάφη
Τυχαίες λέξεις
Релігійність στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: θρησκευόμενος, θρήσκος, θρησκευτικός, θρησκευτικότητα, θρησκευτικότητας, η θρησκευτικότητα, τη θρησκευτικότητα
Μεταφράσεις: θρησκευόμενος, θρήσκος, θρησκευτικός, θρησκευτικότητα, θρησκευτικότητας, η θρησκευτικότητα, τη θρησκευτικότητα