Θρησκευτικός στα ουκρανικά

Μετάφραση: θρησκευτικός, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
релігійність, релігійний, релігійне, релігійна
Θρησκευτικός στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: θρησκευτικός

θρησκευτικός τουρισμός ορισμός, θρησκευτικός φονταμενταλισμός, θρησκευτικός ρατσισμός, θρησκευτικός ουμανισμός, θρησκευτικός γάμος, θρησκευτικός λεξικό γλώσσας ουκρανικά, θρησκευτικός στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • θρηνώ στα ουκρανικά - горювати, гори, убиватися, сумувати, побиватися, кульгавість, оплакувати, ...
  • θρησκεία στα ουκρανικά - звільняти, переміняти, визволяти, послабляти, релігія
  • θρησκευόμενος στα ουκρανικά - релігійність, релігійний, релігійне, релігійна
  • θριαμβευτικά στα ουκρανικά - переможно, радісно, радо
Τυχαίες λέξεις
Θρησκευτικός στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: релігійність, релігійний, релігійне, релігійна