Розбивати στα ελληνικά

Μετάφραση: розбивати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πνίγω, εκρήγνυμαι, συντρίβω, διαίρεση, διάσπαση, διαχωρισμός, διαχωρισμό, διασπασμένη
Розбивати στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • жертвувати στα ελληνικά - συνεργάτης, δωρίσουν, δωρίσει, δωρεά, δωρίσετε, δωρεές
  • завдавати στα ελληνικά - μοιράζω, αγορά, αιτία, προκαλώ, σκοπός, προξενώ, αιτίας, ...
  • зважений στα ελληνικά - ζυγίζονται, ζυγίζεται, ζυγίστηκαν, ζύγιζε, ζυγίστηκε
  • люкс στα ελληνικά - εντοπίζω, luxe, πολυτελείας, πολυτελείς, πολυτελής
Τυχαίες λέξεις
Розбивати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πνίγω, εκρήγνυμαι, συντρίβω, διαίρεση, διάσπαση, διαχωρισμός, διαχωρισμό, διασπασμένη