Розпускати στα ελληνικά
Μετάφραση: розпускати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ξεδιπλώνω, διαλυθεί, διαλύονται, διαλύει, διαλύουν, διαλύσει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- аналіз στα ελληνικά - ανάλυση, ανατομία, ανάλυσης, την ανάλυση, αναλύσεως, αναλύσεις
- екстракт στα ελληνικά - ουσία, εκχύλισμα, εκχυλίσματος, απόσπασμα, αποσπάσματος, εκχυλίσματα
- затхлий στα ελληνικά - απεριποίητος, μπαγιάτικος, μπαγιάτικο, έωλη, πολυδιατηρημένο, μπαγιάτικη
- колба στα ελληνικά - κρεμμύδι, βολβός, λαμπτήρα, λάμπα, βολβού, βολβό
Τυχαίες λέξεις
Розпускати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ξεδιπλώνω, διαλυθεί, διαλύονται, διαλύει, διαλύουν, διαλύσει
Μεταφράσεις: ξεδιπλώνω, διαλυθεί, διαλύονται, διαλύει, διαλύουν, διαλύσει