Λέξη: υπηρέτρια
Σχετικές λέξεις: υπηρέτρια
υπηρέτης πολλών αφεντάδων, υπηρέτρια ονειροκρίτης, σπυριδούλα υπηρέτρια, υπηρέτρια του φίλωνοσ, η υπηρέτρια, υπηρέτρια κυρά
Συνώνυμα: υπηρέτρια
καθαρίστρια, κόρη, νεάνις, θαλαμηπόλος, πόρνη, υπηρέτης, χαμάλης, υπηρέτρεια
Μεταφράσεις: υπηρέτρια
υπηρέτρια στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
servant, maid, wench, maidservant, servant girl
υπηρέτρια στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
criado, sirviente, servidor, criada, mucama, doncella, sirvienta, limpieza
υπηρέτρια στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
dienstmädchen, diener, Mädchen, Dienstmädchen, Zofe, Maid, Jungfer
υπηρέτρια στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
serviteur, domestique, valet, femme de ménage, femme de chambre, fille, servante, ménage
υπηρέτρια στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
servo, servitore, domestica, domestico, cameriera, di pulizia, damigella, maid
υπηρέτρια στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
criada, serpente, servidor, empregado, servente, empregada, camareira, arrumadeira, donzela, de limpeza
υπηρέτρια στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bediende, dienaar, knecht, meid, dienstmeisje, dienares, meisje, bruidsmeisje, schoonmaakdienst
υπηρέτρια στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
прислуга, прислужник, служитель, слуга, служащий, горничная, горничной, служанка, дева, девица
υπηρέτρια στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
tjener, stuepike, maid, hushjelp, stue, maids
υπηρέτρια στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
piga, maid, hembiträdes, städservice, pigan
υπηρέτρια στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
palvelija, neito, impi, siivouspalvelu, piika, maid
υπηρέτρια στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
knægt, tjener, husassistent, stuepige, maid, Jomfruen, rengøring, pige
υπηρέτρια στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
služebník, sloužící, sluha, pokojská, služka, služebná, komorná, panna
υπηρέτρια στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
posługacz, sługa, pokojowiec, służebnica, pokojówka, czeladź, panna, maid, służąca, sprzątania
υπηρέτρια στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szolgálólány, szobalány, Maid, cseléd, szobalánya, szolgáló
υπηρέτρια στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
uşak, hizmetçi, temizlik, hizmetçisi, maid, kız
υπηρέτρια στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
прислуга, слуга, службовець, служитель, обслуга, покоївка, горничная
υπηρέτρια στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
shërbëtor, çupë, shërbyesja, shërbëtore, vajzë, shërbyesja e
υπηρέτρια στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
прислужница, камериерка, мома, почистване на стаята, камериерско
υπηρέτρια στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
пакаёўка, служанка
υπηρέτρια στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
teenija, neiu, teenijatüdruk, maid, ümmardaja
υπηρέτρια στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
momak, sluškinja, službenik, sluga, sobarica, spremačica, djevojka, služavka
υπηρέτρια στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
þjónn, hjú, vinnukona, ambátt, mær, þerna, vinnukonan
υπηρέτρια στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
ancula, servus
υπηρέτρια στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
tarnas, tarnaitė, kambarinė, viena tarnaitė
υπηρέτρια στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
kalps, kalpone, istabene, Maid, meitene
υπηρέτρια στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
слугинката, слугинка, собарка, девица, чистење
υπηρέτρια στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
servitor, servitoare, roaba, maid, fată, de curatenie
υπηρέτρια στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
sluha, služkinja, sobarica, služkinjo, maid, dekla
υπηρέτρια στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
sluha, chyžná, pokojská, upratovačka, chyzná
Τυχαίες λέξεις