Розстрочка στα ελληνικά

Μετάφραση: розстрочка, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καταμερισμός, κατανομή, δόσης, δόση, τμήμα, δόσεις, δόσεως
Розстрочка στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • веснянка στα ελληνικά - mayfly
  • диспутувати στα ελληνικά - διεκδικώ, διαφωνία, διένεξη, dysputuvaty
  • жебрання στα ελληνικά - zhebrannya
  • згідно στα ελληνικά - παγανίζω, επιδιώκω, ασκώ, σύμφωνα με, σύμφωνα, ανάλογα, κατά
Τυχαίες λέξεις
Розстрочка στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καταμερισμός, κατανομή, δόσης, δόση, τμήμα, δόσεις, δόσεως