Λέξη: περπατησιά

Μεταφράσεις: περπατησιά

περπατησιά στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
gait, walked, We walked, I walked, She walked, They walked

περπατησιά στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
andadura, Caminó, Entramos, caminado, Caminé, Caminamos

περπατησιά στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gang, gangart, ging, Walked, gingen, lief, gegangen

περπατησιά στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
enjambée, procédé, pas, allure, marche, démarche, train, À pied, marché, Walked, marcher, Nous sommes allés

περπατησιά στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
andatura, portamento, Siamo andati a piedi, Entrati, A piedi, camminato, Siamo Entrati

περπατησιά στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
andou, Orientado, Andamos, Caminhamos, Walked

περπατησιά στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
gang, liep, wandelde, gelopen, wandelden, liepen

περπατησιά στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
аллюр, шествие, поступь, походка, ход, Ходил, Гулял, Шедший, Шел, Гуляли

περπατησιά στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
gang, gikk, vandret, gått

περπατησιά στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
gång, promenerade, gick, vandrade, gått, Walked

περπατησιά στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kulku, astunta, käynti, Walked, Kuljin, käveli, kävelin, kävellyt

περπατησιά στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
vandrede, gik, Walked, gået, Udvandrede

περπατησιά στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
pochod, chod, chůze, krok, šel, chodil, šli, Pěšky, kráčel

περπατησιά στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
krok, zwyczaj, sposób, chód, rodzaj, Weszliśmy, chodziliśmy, chodził, szedł, podeszła

περπατησιά στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
sétált, Walked, Elsétáltam, járt, sétáltak

περπατησιά στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yürüdü, yürüdük, Walked, yürüdüm, yürürken

περπατησιά στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
хід, хода, ходив, ходила

περπατησιά στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
eci, ecte, ecur, ndoqi, ecën

περπατησιά στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
походка, Ходи, Тръгна, после отиде, Разхождайки

περπατησιά στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
хадзіў, Ці хадзіў

περπατησιά στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
liikumisviis, kõnnak, tempo, kõndisin, kõndis, kõndinud, kes kõndis, jalutas

περπατησιά στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
hod, hodao, hodali, hodio, ušao, hodaše

περπατησιά στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
gangur, Labbaði, gekk, gengið, gengum, gengu

περπατησιά στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
incessus

περπατησιά στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
eisena, vaikščiojau, vaikščiojo, vaikščioti, ėjo, plaukiojo

περπατησιά στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
gaita, gāja, walked, staigāja, gājām, piegāja

περπατησιά στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
стигнува, шеташе, одеше, напуштија, влегол

περπατησιά στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
Umbland, mers, umblat, intrat, A mers

περπατησιά στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
hodil, hodili, hodila, stopil, šel

περπατησιά στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
šiel, išiel, odišiel, Kráčal
Τυχαίες λέξεις