Καύσιμος στα αγγλικά

Μετάφραση: καύσιμος, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
combustible, fuel is
Καύσιμος στα αγγλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Συνώνυμα & Μεταφράσεις: καύσιμος

combustible
  • ευέξαπτος
  • εύφλεκτος
  • καύσιμος

Σχετικές λέξεις: καύσιμος

καύσιμος λεξικό γλώσσας αγγλικά, καύσιμος στα αγγλικά

Μεταφράσεις

  • καύσιμα στα αγγλικά - fuel, fuels, combustible
  • καύσιμο στα αγγλικά - fuel, combustible, a fuel, fuel is, the fuel
  • κείμαι στα αγγλικά - lie, keimai
  • κείμενο στα αγγλικά - passage, text, text of, the text, version, wording
Τυχαίες λέξεις
Καύσιμος στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: combustible, fuel is