Розтягання στα ελληνικά
Μετάφραση: розтягання, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ζόρι, διηθώ, βύθισμα, στραμπουλίζω, τεντώνω, διαστολή, διαστολής, διάταση, διάτασης, τη διαστολή
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- актуальний στα ελληνικά - τοπικός, τοπική, τοπικής, επίκαιρο, επίκαιρα
- багаж στα ελληνικά - παγίδα, αγαθά, παγιδεύω, αποσκευές, Χώρος, αποσκευών, τις αποσκευές, ...
- ймовірний στα ελληνικά - πιθανά, εφικτός, πιθανός, πιθανό, ενδέχεται, πιθανόν, πιθανότερο
- кілкий στα ελληνικά - ακανθώδης, αγκαθωτός, φραγκοσυκιές, φραγκόσυκο, prickly
Τυχαίες λέξεις
Розтягання στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ζόρι, διηθώ, βύθισμα, στραμπουλίζω, τεντώνω, διαστολή, διαστολής, διάταση, διάτασης, τη διαστολή
Μεταφράσεις: ζόρι, διηθώ, βύθισμα, στραμπουλίζω, τεντώνω, διαστολή, διαστολής, διάταση, διάτασης, τη διαστολή